- πυόκοκκος
- ο, Νιατρ. γενική ονομασία τών πυογόνων κόκκων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyococcus (< πύον + κόκκος). Η λ., στον πληθ. πυόκοκκοι μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ἄστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.